- εράνισμα
- τό1) пожертвование; 2) компиляция (произведение)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εράνισμα — το (AM ἐράνισμα) [ερανίζω] συλλογή γνωμών, αποφθεγμάτων, χωρίων και αποσπασμάτων από διαφόρους συγγραφείς … Dictionary of Greek
ερανισμός — ο (AM ἐρανισμός) νεοελλ. η σύνθεση ερανίσματος αρχ. μσν. το εράνισμα … Dictionary of Greek
Βρετονικός κύκλος — Με τον τίτλο αυτό είναι γνωστή η συλλογή θρύλων και αφηγήσεων που αναφέρονται στον μυθικό βασιλιά Αρθούρο και στη στρογγυλή τράπεζά του, μία ομάδα ευσεβών πολεμιστών που τηρούσαν αυστηρά τους νόμους της τέλειας ιπποσύνης. Η ιστορική ύπαρξη του… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek